βελτίστων

βελτίστων
βέλτιστος
best
fem gen pl
βέλτιστος
best
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μάντελ, Ρόμπερτ — (Robert Mundell, 1932 –). Καναδός οικονομολόγος. Σπούδασε στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), απ’ όπου έλαβε διδακτορικό τίτλο το 1956, και στη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου (LSE). Αρχικά δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ και στο… …   Dictionary of Greek

  • βιοκλιματολογία — Επιστημονικός κλάδος που εξετάζει τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των κλιματικών συνθηκών και των φαινομένων της ζωής. Οι σχέσεις αυτές είναι είτε άμεσες είτε έμμεσες και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τη γεωγραφική κατανομή των οργανισμών όσο και …   Dictionary of Greek

  • επιτευκτικός — ἐπιτευκτικός, ή, όν (Α) [επιτευκτός] 1. ικανός να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει («ἡ δὲ εὐβουλία ἕξις... ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῑς πρακτοῑς βελτίστων», Αριστοτ.) 2. απόλ. επιτυχής, αποτελεσματικός («πάντας εἰς αληθινὴν ἄσκησιν καὶ ζῆλον ἐπιτευκτικόν… …   Dictionary of Greek

  • Μάρκοβιτς, Χάρι — (Harry Markowitz, Σικάγο 1927 –). Αμερικανός οικονομολόγος. Σπούδασε οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και μετά την ολοκλήρωση των μεταπτυχιακών σπουδών του εντάχθηκε στο ερευνητικό κέντρο Cowles Commission for Research in Economics, υπό την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”